Ὀλυμπιονίκας

Ὀλυμπιονίκας
Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη
victory at Olympia
fem acc pl
Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη
victory at Olympia
fem gen sg (doric aeolic)
Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης
conqueror in the Olympic games
masc acc pl (doric)
Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης
conqueror in the Olympic games
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Γρηγορίνης, Γεράσιμος — (Ληξούρι 1766 – 1824).Λόγιος και γιατρός. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην Κεφαλονιά και έπειτα φοίτησε σε σχολεία της Σμύρνης και της Πάτμου. Αργότερα δίδαξε στο Βουκουρέστι, ενώ παράλληλα ήταν δάσκαλος στην οικογένεια του ηγεμονεύοντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”